τρισεύγενος

τρισεύγενος
-η, -ο, Ν
τρισευγενής (α. «τρισεύγενα λουλούδια τής αγάπης», Σολωμ.
β. «συμφωνία τρισεύγενη / κι ολόγλυκη σονάτα», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισευγενής, κατά τα επίθ. σε -ος (πρβλ. απρεπής: άπρεπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρισεύγενος — η, ο πολύ ευγενικός, ευγενέστατος: Έχει καλή ανατροφή, είναι τρισεύγενη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρισευγενικός — ή, ό, Ν [τρισεύγενος] ο πάρα πολύ ευγενικός, ευγενέστατος …   Dictionary of Greek

  • τρισευγενικός, -ή — και ιά, ό τρισεύγενος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”